- φανοκόρος
- οαυτός που φροντίζει για την καλή κατάσταση των φανών, που ανάβει τα φανάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φανοκόρος — ο, Ν 1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη 2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και… … Dictionary of Greek
φανανάπτης — ο, Ν αυτός που ανάβει φανούς, φανοκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) + ανάβω, κατά τα δραστικά ονόματα σε της (πρβλ. καντηλ ανάπτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ] … Dictionary of Greek